- χουντικός
- -ή, -όο σχετιζόμενος ή αναφερόμενος σε μια χούντα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουντικός — ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [χούντα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χούντα 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος ή οπαδός τής χούντας 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι χουντικοί (ειδικά) οι στρατιωτικοί και πολιτικοί που διοργάνωσαν και επέβαλαν το… … Dictionary of Greek
χουντοβασιλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολίτευμα μοναρχικό, στο οποίο την εξουσία ασκεί στρατιωτική χούντα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο χουντοβασιλικός και η χουντοβασιλική χουντικός οπαδός τής βασιλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χούντα +… … Dictionary of Greek
κοτσάρω — κότσαρα και κοτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. προσκολλώ, αναρτώ, κρεμώ: Κότσαρε κι άλλα βαγόνια στο τρένο. 2. κατηγορώ, κακολογώ: Του κοτσάρανε πως είναι χουντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)